-
1 αιολόδειρον
αἰολόδειροςwith sheeny neck: masc /fem acc sgαἰολόδειροςwith sheeny neck: neut nom /voc /acc sg -
2 αἰολόδειρον
αἰολόδειροςwith sheeny neck: masc /fem acc sgαἰολόδειροςwith sheeny neck: neut nom /voc /acc sg -
3 αιολοδείρου
-
4 αἰολοδείρου
-
5 αιολόδειροι
-
6 αἰολόδειροι
-
7 αιολόδειρος
-
8 αἰολόδειρος
-
9 αἰολόδειρος
αἰολό-δειρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόδειρος
См. также в других словарях:
αἰολόδειρον — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem acc sg αἰολόδειρος with sheeny neck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολοδείρου — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόδειροι — αἰολόδειρος with sheeny neck masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόδειρος — with sheeny neck masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)